- συναγείρειν
- συναγείρωgather togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… … Dictionary of Greek